- αδιάστομος
- ἀδιάστομος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει ονομαστεί2. αυτός που δεν έχει στόμιο ή που το στόμιό του είναι κλεισμένο3. ο χωρίς διάβαση, ο αδιάβατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διά + στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.